- λίπουρος
- λίπουρος [ῐ], ον,A without tail, Call.Fr.28.2 P.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίπουρος — λίπουρος, ον (Α) αυτός που δεν έχει ουρά, κολοβός. [ΕΤΥΜΟΛ. < λιπ(ο) * + οὐρά] … Dictionary of Greek
λίπουρα — λίπουρος without tail neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπ(ο)- — και λειψ(ο) (AM λιπ[ο] και λειψ[ο] και λειπ[ο] και λειψι ) α συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. λείπω (για τις διάφορες μορφές τού α συνθετικού βλ. λ. λείπω) και δίνει την έννοια τής έλλειψης (πρβλ. λιπόγεως, λιπόγλωσσος, λιπόθυμος,… … Dictionary of Greek